ΠΡΟΣΟΧΗ!

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

O ήλιος τους δύει...



Στο μαύρο δρόμο οι φωνές έκρυψαν τον ήλιο
Άνθρωποι με τα μάτια στεγνά  και τις καρδιές ανοιχτά πουκάμισα πλημμύρισαν τις πλατείες
Ένας θυμωμένος ποταμός
Ήρθαν οι πολίτες
σιωπηλοί κι ευγενείς
οργισμένοι
Γραμμένη στα μέτωπα η απόφαση
Η σιωπή και τα τύμπανα
Η σιωπή και το γέλιο
η τρομερή δύναμη του επώνυμου πλήθους
Το χιούμορ, η αγάπη, τα τραγούδια, μπροστά στους σιδερένιους φράχτες
Είπαν, θα μείνουμε εδώ
Θα ζήσουμε στις πλατείες
Η καρδιά της πόλης είναι η δική μας καρδιά
Ένας βρόγχος που σφίγγει τα μαύρα κολάρα
Σφιχτός εναγκαλισμός προς τα Κοινοβούλια
Αυτά που ξέχασαν το κοινό  και βουλεύονται μόνα
Για το δικό τους όφελος
Οι πλατείες του Νότου γεμίζουν κάθε φορά που ο κόσμος αλλάζει
Οι πλατείες του Νότου κατέχουν την ακριβή σοφία της αλλαγής
Οι πλατείες του Νότου κατέχουν την αρχαία γνώση της Εκκλησίας του Δήμου
έχουν στο αίμα γραμμένη την αρχαία προτροπή  «τις αγορεύειν βούλεται?»...
Στις πλατείες του Νότου πάντα επεμβαίνουν σιδερόφραχτα άλογα με τους εντολείς της καταστολής
Πάντα τα μαύρα κολάρα  φοβούνται το επώνυμο πλήθος
Λίγα μέτρα μακριά απ την Πνύκα οδηγημένοι απ’ τη φωνή του κήρυκα  «τις αγορεύειν βούλεται» κάθε απόγευμα στις επτά
όταν έγερνε ο ήλιος
Εκείνοι καταργούσαν τα κοινοβούλια που τους πρόδωσαν
Οι πλατείες έχουν μνήμη
Οι μαρμάρινες πλάκες και τα σιντριβάνια θυμούνται
Οι πλατείες στη Μαδρίτη στη Βαρκελώνη στην Αθήνα
Θυμούνται τη βία
Γιατί τα παιδιά πρέπει να έχουν φαγητό στο ψυγείο
Γιατί τα παιδιά πρέπει νά ’χουν βιβλία και ζεστά δωμάτια
Γιατί η βία δεν φτάνει 
Η βία δεν μπορεί να σταματήσει τα θυμωμένα σιωπηλά ποτάμια...
Ματώνουν ακόμη οι μαρμάρινες πλάκες στις πλατείες με τα σιντριβάνια
Προχθές στη Μαδρίτη αύριο στη Ρώμη χθες στην Αθήνα
Δεν μπορούν να επιβάλουν τη σιωπή
Μιλούν τα ματωμένα πρόσωπα
το πρόσωπο της μελαχρινής Μαδριλένας με τα μεγάλα μάτια μιλάει,
βαμμένο απ το κόκκινο αίμα της
Ο ήλιος τους δύει
Ο  ψεύτικος ήλιος των αγορών...



















Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Το λουλούδι της Αμοργού είναι το Γιασεμί ....

<<Η αγάπη καρδιά μου ειναι ένα λουλούδι που φυτρώνει στην κοιλιά μιας γυναίκας. Εκεί φυτρώνει, κι αυτή το νιώθει να την πονάει γλυκά καθως αρχίζει να τρέφεται απο το αίμα της. Η αγάπη αρχίζει να μεγαλώνει, κι αν ο άντρας ειναι γλυκός και καλός εκείνη του λέει "σ αγαπάω". Έτσι απλά. Σαν ένα γεγονός που συμβαίνει .... Κι αυτο, καρδιά μου είναι το υλικό απ το οποίο γίνονται τα θαύματα. Γιατί αν το λουλούδι συνεχίσει να μεγαλώνει μέσα σην κοιλιά της κι εκείνος το δεχθεί και την αγαπήσει, το φώς ανεβαίνει στα μάτια της και τον φωτίζει. Του φωτίζει το δρόμο κι εκείνος γίνεται αυτο που πάντα ήταν. Ένα μικρό αγόρι στο μονοπάτι προς τα όνειρά του. Ένα μικρό αγόρι που το αγαπούν και κάθε μέρα μεγαλώνει και γίνεται αντρας δυνατός που τρέφεται απ την αγάπη της.,,, Κι η αγάπη συνεχίζει να μεγαλώνει στην κοιλιά της γυναίκας που εκείνος χαϊδεύει κάθε βράδυ και την κρατάει αγκαλιά σφιχτά, Εκείνη πίνει τον ιδρώτα του για να ξεδιψάει κι αυτός της δινει εκείνο που οι αντρες που αγαπούν εχουν να πρσφέρουν .... Είναι αυτο το μυστικό της δημιουργιας τους. Είναι αυτο η Εδέμ καρδιά μου. Αυτο είναι που δινει τη ζωντάνια και την ξεκούραση... Aν αυτός δεν την αγαπήσει, η γυναίκα γίνεται για λίγο, ξανά, ένα μικρό κοριτσάκι που θρηνεί, παρακολουθώντας το λουλούδι να πεθαίνει μέσα στην κοιλιά της..>>

Αυτά του έλεγε εκείνη τη νύχτα στο Γιασεμί στην Χώρα της Αμοργού. Αλλά εκείνος δεν την άκουγε. Ήταν απεγνωσμένα απασχολημένος ... Εξηγούσε σ εκείνη την ξανθιά που έπινε Νονι την επίδραση της μουσικής πάνω στην ανάγνωση...Η νεαρή ήθελε πολύ να μάθει και εκείνος της εξηγούσε πως οι αλγόρυθμοι επιδρούν στην θεωρία των παιγνίων ... Εκείνη λαγοκοιμόταν βυθισμένη σε μια πολυθρόνα στο βάθος του μπάρ περιμένοντας να τελειώσουν το φλέρτ. Πρώτα εκλεισε το μπαράκι... Μετά μπήκαν στο αυτοκίνητο για να κατέβουν στα Κατάπολα ι... Εκεί ήταν αραγμένο το σκάφος. Εκείνη θα κοιμόταν στο σκάφος. Λιωμένο ασήμι απο πανσέληνο λούζονταν το λιμάνι.. Οι εξηγήσεςι του ήταν διάτρυτες σαν σκισμένη παντιέρα. Κουρέλι το φλάμπουρο της αγάπης. Χώρισαν. Εκείνος κατευθύνθηκε προς το μικρό ξενοδοχείο στην άλλη γωνιά του δρόμου, με το καρνάγιο στο μικρό του λόμπυ. Έκείνη μπήκε στο σκαρί και βυθίσηκε στην κοιλιά του για να κοιμηθεί επιτέλους... Σε λίγο εκείνος της χτύπησε την πόρτα. Είχε ξεχάσει τα κλειδιά του δωματίου του στο Γιασεμί. Τι μπορούσε να κάνει?? Του χρωστούσε ήδη ενα σωρό υπέροχες ανατολές ακριβώς απένσντι απ το κάστρο. Του έκανε χώρο στην κοιλιά του σκάφους και τον σκέπασε με την κουβέρτα της. Αποκοιμήθηκε πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξηλάρι. Φρόντισε μόνο να της πιάσει γλυκά το χέρι λίγο πριν. Είχε είπε τρομάξει στο ενδεχόμενο της δέσμευσης... Υποχρεώσεις... Όχι δεν μπορούσε...Έτσι χάθηκε... μέσα στις αναθυμιάσεις του αλκοολ και στην θεωρία των παιγνιων, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι σ άλλο γεωγραφικό μήκος και πλάτος ελυναν το μυστήριο του Νας κι αγαπιόντουσαν στο φεγγάρι πάνω στα σκουρογάλαζα κι ασημένια νερά...

Η Μέρα σκόνταψε κι έπεσε με θόρυβο πάνω στο κατάστρωμα κάπως τυφλωμένη απ το ίδιο το φώς της... Αυτός κοιμόταν ακόμη βαθειά όταν εκείνη πέρασε το λόμπυ με το καρνάγιο για να βρεί τους φίλους ... Η πόρτα του δωματίου του ήταν ανοιχτή. Δεν είχε χρεία κλειδιών... Τον άφησε να κοιμάται,,,,Βαθειά. Με κάποιον άλλον θα έλυνε τις δικές της εξισώσεις ... Α, προς θεού... Πρέπει να μάθουμε τι είναι αυτο το Νόνι..

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Όταν σταμάτησε να κλαίει ειχε περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα. Η αγάπη τηνείχε εγκαταλείψει και πάλι. Αναρωτιόταν  ξανά πόσο ειναι δύσκολο να βρεί αυτο το τόσο απλό πράγμα που ζητούσε απο πάνα..
Αυτο το ΝΗΣΊ  ήταν ένας ακόμη χαμένος τόπος. της ψυχής της,έλεγε γιατί η αγάπη δεν είχε πια ούτε μια σκέψη για αυτήν. Ένοιωθε πως ζούσε μιαν ακόμη καταστροφή.. Όλα καταστρέφονταν στη ζωή της τους τελευταίους έξι μήνες. Ό πατέρας  μπήκε σε μιαν αγρια  μάχη θανάτου, όταν εκείνη ξεκινούσε καινούργια ζωή και  δουλειά σε νέα εφημερίδα. Εκτινάχτηκε σε τροχιά γύρω απο τον γονιό της  και δεν μπορούσε να σταθεί λεπτό μακριά του. Άφησαε την καινούργια δουλειά της  και στο τέλος την έχασε. Έδινε μια μάχη που ήταν άνιση.  Εκείνος εφυγε λιγους μήνες αργότερα μέσα σε μια ανείπωτη τραγικότητα...
Το ταξιδι στο ΝΗΣΙ   δεν ήθελε να το  κάνει ... Είχε πένθος .. Σ' αυτή την ψυχική καμπή ήρθε να την βρεί  η αγαπή. Απρόσμενο θαύμα . Το νησί τξίδευε στο γαλανό πέλαγος κι αυτή μεταλάσσονταν σε ένα πλάσμα που πετάει στο γκριζογάλαζο πρωϊνο. Ξαφνικά χάθηκε  το πένθος.
Αυτός  είχε μια ζεστή αγκαλιά μιαν αγκαλιά που αυτή δεν είχε ποτέ ξανβρεί...   Ψυχή  απο γαλάζιο κρύσταλλο. Γλυκά γαλάζια μάτια και καρδιά απο χρυσάφι... Ήταν Μεγάλη Παρασκευή και ξημέρωνε στο Αιγαίο.  . Πως φέγγει το χρυσάφι το ξημέρωμα... Πόσο  ευτυχισμένη ένιωθε ξαφνικά ...Και πόσο μεγάλη ήταν η αγαπη που ξεκινούσε. Όταν αίφνις  χάθηκε. H αγαπη χάθηκε τη μέρα της πυρκαγιάς. Τη μέρα που κάηκε η νεαρή μητέρα με το αγένητο παιδί της κι οι άλλοι δυο άνθρωποι στην τράπεζα, στο κέντρο τη πόλης. Η θλίψη ξαναγύρισε ... Εντάξει είπε  η ζωή μου θα πάρει ξανά το δρομο της. Θα κρατήσω χώρο ανοιχτό για την αγάπη μέσα σ αυτο το έυφορο χωράφι της καρδιάς μου και θα συνεχίσω να περπατάω όσο αντέχουν τα ποδια μου. Μπορεί να την ξανασυνατήσω σε κάποιο σταυροδρόμι...

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ASTROPALIA TO PASXA

Mεγάλη Παρασκευή 2010....




Αστυπάλαια, στο Φίλντισι. Μ' έφερε η Έλλη που ανοιγει δρόμους μόνη της όπως κι εγώ και τραβάει κουπί για να ειναι καλοτάξιδη. Η Αστυπαλιά ειναι ένα καράβι μοναχό.. Με το κάστρο της και την αστραφτερή της Χώρα, μόνη ταξιδεύει στο Αιγαίο ένα γκριζογάλανο καράβι με τους ανθρώπους της, ναυτικούς καραβοκύρηδες και τρελλούς. Ο Μιχάλης χονδρέμπορος οινοπνευματοδών ποτών. Μεγάλη περιουσία τα ποτά. Και για το πνεύμα τους και για την ψυχή τους που ειναι αξόδευτη και πανάκριβη. Ο Ηλίας, καπετάνιος στο Φίλντισι οραματιστής και αριστερός φέρνει ως εδώ ψυχές με περιβόλια μέσα, και τους δίνει χώρο για να απλωθούν στο πέλαγος να φέγγουν πάνω στο Φίλντισι... Καραβοκύρηδες και καπετανέοι, αρχιτέκτονες και χτίστες. με καρδιές απο ουράνια τοξα... Ανθρωποι που ένιωσαν την πόλη να βαραίνει στο στέρνο τους΄και βγήκαν στις θάλασσες να ζητήσουν καταφύγιο, έχτισαν εδώ σ' αυτον τον βράχο το βασίλειό τους, στον καραβόβραχο της Αστροπαλιάς. Εγώ, κόρη παλιά μιας άλλη πέτρινης πολιτείας που πνίγεται στο γαλανό βαθύ της Μεσογείου,με ουρανούς απο σμάλτο στο κεφάλι και φτερά μεγάλα απο υπόλευκα θαλασσινά πουλιά, τα λεγόμενα Άλμπατρος, ταξιδεύω στον κόσμο με ελευθερωμένα πόδια. Στέκομαι πάντα στα ορυχεία και σκάβω βαθεια όπου ακούω τις φωνές των πολυτιμων μετάλων. Σκίζω τα νύχια μου για να τα βγάλω απ' τα σπλάχνα της γής με τα δικα μου σπλάχνα για κέρασμα και πληρωμή ως να βγάλω και την τελευταία στιγμούλα απο χρυσάφι. Κι ύστερα φεύγω. Για νάχω την προίκα μου και τον οβολό μου. Λέω του Ηλία. Εσύ ζεις τις΄νύχτες για να βρίσκεις τις σκιές που έχουν λογους να κρυφτούν απο τα μάτια του κόσμου κι εγώ ψάχνω στα βάθη της γής για αυτά που εκείνη κρύβει. Μου λέει ναι και βρίσκω πάντα στις σκιές τους ανθρώπους και μετα τους φέρνω πάνω στο ύψωμά μου για να τους δείξω το πέλαγος. Έχει κι η οικουμένη ρίζες στη γή και στο νερό στα βουνά και στο κύμα κι όποιος ψάχνει βρίσκει... Λέω του Μιχάλη οι άνθρωποι σαν κοιτούν το νήσί αρχίζουν και κελαηδάνε σου συμβαίνει? και μου απαντά ναι, αν δεν κελαηδούν κοιτώντας το πέλαγος κι αυτο το κάστρο, δεν τους ανήκει η ζωή της ελευθερίας που ψάχνουν. Εγώ, κοντοστέκεται, έχω βρεί την ελευθερία με δύο λάμδα... Οι δυο επιτάφιοι συναντήθηκαν στην μεγάλη καλντέρα το φως των κεριών και οι ψαλμοί παντού στο Αρχιπέλαγος κι εδώ το φεγγάρι χάιδευε τα μαλλιά τους δίνοντας το κατεβόδιο για την Ανάσταση

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

O YΠΝΟΣ (ένα ποίημα της Αννας Σαμπατακακη

Ευγνωμωνώ για τα χρόνια του ύπνου

πόσο ήταν σοφό και γενναίο...

Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα

Ον, γυναίακα.

Περπατά, μιλάει, στραγγίζει τα συννεφα και ζευγαρώνει

Κοιμησμένη!

Έτσι έσωσα την καρδιά μου απ τη βία

Ετσι σώθηκε το μυαλό απ τη βια

ονειρευόμουν πως ταξιδεύω με αερόστατο

προσπερνούσα τις Εθνικές και πετούσα πάνω απο θάλασσσες

ποτε αγριεμένες και ποτε γαλήνιες

ενα μεγαλο αλμπατρος απλωνε συχνα τις φτερουγες του για να μου κάνει σκια

ετσι περνούσα, με τον αέρα κι ονειρευόμουν

έτρωγα το χαλάζι και εκανα βολτες με τα πουλιά

οι ανθρωποι μιλούσαν μια γλώσσα που δεν κατλάβαινα

εκτος κι αν ήταν τραγουδιστές...



ώσπου πέρασαν τα χρονια της βίας, όλα περνουν

και τοτε, όταν κατάλαβα πόσο είχα πονέσει

ποσο βαθεια πονούσα στον ύπνο μου

αποφάσισα να ξυπνήσω γιατί

τον ειχα πληρώσει τον οβολό μου

και δεν χρωστούσα πια

Είχα τωρα την πολυτέλεια να ονειρεύμαι ξύπνια!